στενή, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. στενός]. 1. (στη γλώσσα του στρατού) το πειθαρχείο: «τον έχουν μια βδομάδα στη στενή, γιατί τον έπιασαν να κοιμάται στη σκοπιά του». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το κρατητήριο, η φυλακή: «μόλις βγήκε απ’ τη στενή, έμπλεξε πάλι με την αλητεία». (Λαϊκό τραγούδι: να πας να πεις τους φίλους μου να μη με καρτεράνε, με σέρνουν χωροφύλακες, για τη στενή με πάνε). Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / φρέσκο / χάψη / ψειρού. 3. (για γυναίκες) βλ. λ. στενομούνα·
- μπαίνω στη στενή, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «αν συνεχίσεις να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, σίγουρα σε βλέπω να μπαίνεις στη στενή»·
- τον βάζω στη στενή, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στη στενή·
- τον ρίχνω στη στενή, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση τον έριξαν στη στενή».